λώθρα

λώθρα
η
1. το οξύ μέρος τών καρφιών, το οποίο αποκόπτει και πετάει ο πεταλωτής, αφού καρφώσει το πέταλο στην οπλή τών ίππων, τών όνων ή τών ημιόνων
2. μτφ. πράγμα άχρηστο ή ευκαταφρόνητο, ανάξιο προσοχής
3. φρ. α) «να μη μείνει λώθρα»
(λέγεται ως κατάρα) να μη μείνει τίποτε όρθιο
β) «έχει πολλές λώθρες» — έχει πολλά βάσανα
γ) «δεν έμεινε λώθρα» — δεν έμεινε τίποτε, καταστράφηκαν τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλώ-θρα < αρχ. ἡλῶ «καρφώνω» + κατάλ. -(η)θρα (πρβλ. κολυμβ-ήθρα, ουρ-ήθρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λωθροκόβομαι — (για πεταλωμένο υποζύγιο) τραυματίζομαι στο πόδι από λώθρα που δεν έχει κοπεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώθρα «οξύ μέρος τών καρφιών» + κόβομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”